λαχανόκηπος

λαχανόκηπος
ο
κήπος όπου καλλιεργούνται αποκλειστικά λαχανικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαχανόκηπος — ο κήπος όπου καλλιεργούνται λαχανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο] …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • βραγιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ., 473 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλλύρων. Παλαιότερα ονομαζόταν Μπαλχάρ. * * * η 1. τμήμα κήπου με άνθη ή λαχανικά που… …   Dictionary of Greek

  • κηπολάχανον — κηπολάχανον, τὸ (Α) κηπολαχανία*, λαχανόκηπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + λάχανον (< λάχανον), πρβλ. αγριο λάχανον, κοκκο λάχανον] …   Dictionary of Greek

  • κηπολαχανία — κηπολαχανία, ἡ [κηπολάχανον] πάπ. λαχανόκηπος …   Dictionary of Greek

  • κηποπαράδεισος — κηποπαράδεισος, ὁ (Α) πάπ. λαχανόκηπος και δενδρόκηπος μαζί, περιβόλι …   Dictionary of Greek

  • λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… …   Dictionary of Greek

  • μποστάνι — το (Μ μποστάνι) λαχανόκηπος, έκταση με κηπευτικά νεοελλ. έκταση στην οποία καλλιεργούνται πεπόνια και καρπούζια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bostan] …   Dictionary of Greek

  • ποτιστικός — ή, ό, Ν [ποτίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πότισμα 2. αυτός διά μέσου τού οποίου γίνεται το πότισμα («ποτιστικά εργαλεία») 3. (για λαχανικά και καρποφόρα δέντρα) αυτός που χρειάζεται πότισμα για να αναπτυχθεί («ποτιστικές ντομάτες») 4 …   Dictionary of Greek

  • σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”